Παραμυθοποιήματα


Ο ΚΛΑΡΙΝΟΓΑΜΠΡΟΣ

Ο γατούλης ο Καρίνο
να μάθει ήθελε κλαρίνο
κι ύστερα να τραγουδάει
στη γατούλα που αγαπάει.

Και ξεκίνησε μια μέρα
που ‘χε δυνατό αέρα
στο ωδείο για να πάει
για να μάθει να φυσάει.

Είδε πρώτα τη δασκάλα
μια ευγενική αγελάδα
ύστερα τη γάτα Μπέτα
που κρατούσε μια τρομπέτα.

Ο κροκόδειλος στο πιάνο
και μια πάπια από πάνω
στην κορφή η μαϊμού της σκάλας
τραγουδούσε σαν την Κάλας.

Ξετρελάθηκε ο Καρίνο
κι είπε: σίγουρα θα μείνω
ως το τέλος, μ’ έναν όρο
να με κάνετε τενόρο.

Τα ζωάκια που κοιτούσαν
δυνατά τώρα γελούσαν
καθώς έπεσε η Μάρα
και της έσπασε η κιθάρα.

Μην γελάτε! είπε η Ήρα
και αγκάλιασε τη λύρα
Κι η δασκάλα η αγελάδα
έφτιαξε μια μαντινάδα.

Ο γατούλης ο Καρίνο
που αγαπούσε το κλαρίνο
ρώτησε, τι είναι τούτο;
και του είπαν: το λαούτο.

Ύστερα είδε τον Λίνο
που ‘παιζε το μαντολίνο
και στα ντραμς ένα σκυλί
που ζητούσε ένα φιλί.

Απ’ το βάζο έναν κρίνο
πρόσφερε δειλά ο Καρίνο
στην γλυκιά αλεπού την Σούρι
που ‘παιζε με το σαντούρι.

Ω! αναφώνησε η μαιμού
τυχερή η αλεπού
πήρε και το λουλουδάκι
απ’ το κλαρινόγατάκι.

Κι έτσι έσκασαν στα γέλια
τα ζωάκια και δυο χέλια
η δασκάλα κι ο Καρίνο
που αγαπούσε το κλαρίνο.
                       Αnna P… 







*ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΑΗΔΟΝΙ*
Ο Σοφοκλής ο μερακλής, ήταν ένα αηδόνι

μα έπινε πολύ κρασί κι έπεφτε μες το χιόνι.

Πολύ μυστήρια πράγματα, έλεγε σαν μεθούσε
αδύναμα είχε φτερά και δύσκολα πετούσε.

Όσοι πλησίαζαν κοντά, σπάνια του μιλούσαν
και πίσω απ’ την πλάτη του, ειρωνικά γελούσαν.

Μα που ακούστηκε πουλί, στη γη έτσι να μεθάει;
Κι απ’ το πολύ που ήπιε κρασί, στο χιόνι να ξυπνάει.

Τα ζώα το σχολίαζαν, θαρρείς νύχτα και μέρα
μα ‘κεινο ετραγούδαγε, στο κρύο και στον αγέρα.

Την άνοιξη που έλιωσαν, δειλά τα πρώτα χιόνια
ο Σοφοκλής θυμήθηκε, τα παιδικά του χρόνια.

Μα ένα δάκρυ κύλησε και είπε: Γιατί πίνω;
εγώ πιλότος ήθελα, στον ουρανό να γίνω.

Μια πεταλούδα που έτυχε, δίπλα του να περνάει
θαρρείς πως συγκινήθηκε, έτσι όπως το κοιτάει.

Ο Σοφοκλής που πρόσεξε, αργά την πεταλούδα
τα δάκρυα του σκούπισε, που έμοιαζαν βελούδα.

Κι αφού τώρα γνωρίστηκαν και έχουνε γίνει φίλοι
τις ιστορίες τους θα πουν, στον ποταμό, στο δείλι.

Ο Σοφοκλής που θύμωνε, μακριά απ’ το κρασί του
σιγά-σιγά ανακάλυψε, ξανά την δύναμη του.

Έφτανε μόνο μια στιγμή, για να κατανοήσει
πως γίνεσαι καλύτερος, αν κάποιος Σ’ αγαπήσει!..

1 σχόλιο: